- κορδύλη
- κορδύλη και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α)1. ρόπαλο, κορύνη2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κραδάω δεν φαίνεται να δικαιολογείται σημασιολογικά. Έχει θεωρηθεί επίσης προϊόν συμφυρμού τών κόνδυλος και κόρυς ή κορυφή ή κόρση. Η κατάλ. -ύλη ανήκει στην καθομιλουμένη γλώσσα (πρβλ. κανθ-ύλη, σχενδ-ύλη).ΠΑΡ. αρχ. κορδύλειος, κορδύλος.ΣΥΝΘ. αρχ. κορδυβαλλώδης (βλ.λ.)νεοελλ.κορδύλουρος, κορδυλοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.